- μαϊνάρισμα
- το(λ. ιταλ.)1. (ναυτ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα, το κατέβασμα: Το μαϊνάρισμα των πανιών έγινε από τους ναύτες.2. το γαλήνεμα, ο κατευνασμός, το καλμάρισμα: Το μαϊνάρισμα της θάλασσας κράτησε μόνο για λίγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.